- κοραμίνη
- Εμπορική ονομασία φαρμακευτικής ουσίας που χρησιμοποιείται ως καρδιοτονωτικό και διεγερτικό της αναπνοής. Πρόκειται για ένα νουκλεοπρωτεϊνικό σύμπλεγμα, το οποίο δρα επιλεκτικά στα καρδιακά κύτταρα και προάγει την ανάκτηση των καρδιακών λειτουργιών και την ανθεκτικότητα σε ισχαιμικά επεισόδια. Είναι άχρωμο ελαιώδες υγρό και σχηματίζει κρυσταλλικό στερεό στη θερμοκρασία των 22°C. Απομονώνεται από τον καρδιακό μυ των βοοειδών και των χοίρων. Η χημική ονομασία της κ. είναι διαιθυλονικοναμίδιο.
Dictionary of Greek. 2013.